κοιλας

κοιλας
    κοιλάς
    -άδος (ᾰδ) ἥ долина, лощина Polyb., Diod., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοιλας" в других словарях:

  • κοιλάς — κοιλάς, άδος, ἡ (AM) βλ. κοιλάδα …   Dictionary of Greek

  • κοιλάς — hollow fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοίλας — Κοίλᾱς , Κοίλη giblets of poultry fem acc pl Κοίλᾱς , Κοίλη giblets of poultry fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλας — κοίλᾱς , κόιλος hollow fem acc pl κοίλᾱς , κόιλος hollow fem gen sg (doric aeolic) κοί̱λᾱς , κοῖλος hollow fem acc pl κοί̱λᾱς , κοῖλος hollow fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλάδα — κοιλάς hollow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλάδας — κοιλάς hollow fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλάδες — κοιλάς hollow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλάδι — κοιλάς hollow fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλάδος — κοιλάς hollow fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλάδων — κοιλάς hollow fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλάσι — κοιλάς hollow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»